- αλκοξείδια
- τα Χημ.οργανικές ενώσεις που προκύπτουν με αντικατάσταση τού υδρογόνου τού υδροξυλίου τών αλκοολών από μέταλλο (κυρίως αλκάλιο).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alkoxide(s) < alkoxy- (< alkoxyl, πρβλ. αλκοξύλιο) + κατάλ. -ide (πρβλ. -ίδιο)].
Dictionary of Greek. 2013.